Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κράδανσις — κράδανσις, ἡ (Α) [κραδαίνω] κραδασμός τής γής, ο σεισμός … Dictionary of Greek
κράδανσιν — κράδανσις quaking fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)